προαποσαρκώ

προαποσαρκώ
-όω, Α
ενσαρκώνω κάτι προηγουμένως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ἀποσαρκοῦμαι «αφαιρώ τη σάρκα, ενσαρκώνομαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”